- εκπαίδευμα
- ἐκπαίδευμα, το (Α)1. αυτός που εκπαιδεύτηκε, που ανατράφηκε από κάποιον2. τέκνο, παιδί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκπαίδευμ' — ἐκπαίδευμα , ἐκπαίδευμα nursling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)